- δασύς
- -εία, -ύ και δασός, -ιά, -ό (AM δασύς, -εῑα, -ύ)1.1. τριχωτός, μαλλιαρός2. πυκνός3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με δασείαII. δασέως και δασιά (AM δασέως) επίρρ.πυκνά, φουντωτάαρχ.με δασύ πνεύμααρχ.1. (για τα ούρα) σκοτεινός, θολός2. φρ. α) (για φαλακρό) «δασὺς γίγνομαι» — βγάζω πάλι μαλλιάβ) «γέρα δασέα βοῶν» ή «βοῶν δασειῶν ὠμοβόινα» — δερμάτινες ασπίδες από τις οποίες δεν έχει αφαιρεθεί η τρίχατο θηλ. ως ουσ. δασεία (AM δασεῑα)1. το δασύ πνεύμα2. το σύμβολο τού δασέος πνεύματος (‘)νεοελλ.1. γένος κολεόπτερων εντόμων2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασέα, ταδασώδεις ή θαμνώδεις περιοχές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE *dns-, συνεσταλμένη βαθμίδα τού *dens- «πυκνός, δασύς». Κατ άλλους ο τ. δασύς < *δασσύς (πρβλ. *dens- / *dns-) με απλοποίηση τών δύο -σσ·. Τέλος υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η λ. δασύς συνδέεται με το Δελφικό κύριο όνομα Δατύς.ΠΑΡ. δασύνω, δασύτηςαρχ.Δασύλλιος, δάσυμα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δασύκνημος, δασύμαλλος, δασύπους, δασύπρωκτος, δασυπώγων, δασύστερνος, δασύστηθος, δασύστομο (Α -ς), δασύφλοιοςαρχ.δασυγραφώ, δασυκνήμις, δασυκνήμων, δασύπυγος, δασύτρωγλοςαρχ.-μσν.δασύθριξ, δασύκερκος, δασυχαίτηςμσν.δασυμέτωπος, δασύτονοςμσν.- νεοελλ.δασυγένειος, δασύτριχος, δασύφυλλοςνεοελλ.δασύπτερος, δασύπτίλος, δασύσκιος. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφίδασυς, ένδασυς, επίδασυς, υπέρδασυς, υπόδασυς].
Dictionary of Greek. 2013.